ενοχή

ενοχή
Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και συνεπώς μπορούν να ισχύσουν απέναντι σε οποιονδήποτε τρίτο, τα ενοχικά δικαιώματα έχουν μια αυστηρά καθορισμένη σφαίρα εφαρμογής και δεν μπορούν να ασκηθούν παρά μόνο στο πρόσωπο που βαρύνεται με την ενοχική υποχρέωση. Με άλλα λόγια, ενώ ο ιδιοκτήτης, ως φορέας ενός εμπράγματου δικαιώματος, έχει το δικαίωμα να αποκλείσει οποιονδήποτε από την απόλαυση του αγαθού του, ο πιστωτής, ως φορέας ενός ενοχικού δικαιώματος, έχει την ευχέρεια να αξιώνει την παροχή μόνο από τον οφειλέτη του. Η ε. είναι μια σχέση ουσιαστικά προσωπική, στη σύσταση της οποίας συντρέχουν τουλάχιστον δύο πρόσωπα· δεν αποκλείεται, όμως, τα υποκείμενα της ε. να είναι πολλαπλά, τόσο από την ενεργητική όσο και από την παθητική πλευρά, και να μπορούν να διαφοροποιούνται σε αριθμό στη διάρκεια του χρόνου κατά τον οποίο υπάρχει η ε. Εξάλλου, κατά ρητή διάταξη του A.K. (άρθρο 287 § 2), η παροχή στην οποία είναι υποχρεωμένος να προβεί ο οφειλέτης μπορεί να είναι θετική ή αρνητική: στην πρώτη περίπτωση οφείλει να προβεί στη μεταβίβαση ενός πράγματος ή στη διενέργεια μιας πράξης, ενώ στη δεύτερη είναι υποχρεωμένος να απέχει από μια ενέργεια (παράλειψη). Η παροχή πρέπει, εξάλλου, να έχει περιουσιακό περιεχόμενο (δηλαδή να είναι δεκτική οικονομικής αποτίμησης και να τελεί εντός των ορίων του δυνατού) και να είναι θεμιτή (να μην απαγορεύεται από τον νόμο). Στον Α.Κ. υπάρχει επίσης η γενική αρχή ότι ο οφειλέτης υποχρεώνεται να εκτελέσει την ε. σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ο γενεσιουργός λόγος των ε. μπορεί να είναι είτε μια πράξη θεληματική (δικαιοπραξία), συμβατικού χαρακτήρα ή απλώς μονομερής. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από ειδική διάταξη νόμου, για να συσταθεί ή να τροποποιηθεί μια ε. με δικαιοπραξία απαιτείται κατά τον A.K. να συναφθεί σύμβαση. Ενοχικές υποχρεώσεις μπορούν όμως να γεννηθούν και χωρίς την παρέμβαση ή αντίθετα προς τη θέληση των μερών, από μία διάταξη νόμου. Το τελευταίο συμβαίνει, για παράδειγμα, στις περιπτώσεις περιουσιακής βλάβης, από αδίκημα γενικά, καθώς και στην περίπτωση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, σύμφωνα με το άρθρο 299 του A.K. και τις σχετικές διατάξεις του Π.Κ. Όμως, και πράξεις αντικειμενικά θεμιτές μπορούν να γίνουν, σύμφωνα με τον νόμο, πηγή ενοχικών αξιώσεων, όπως είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση της επιστροφής αχρεωστήτου από ένα πρόσωπο το οποίο καλόπιστα εισέπραξε ένα ποσό που δεν δικαιούτο. Αντικείμενο της παροχής μπορεί να είναι είτε ένα ορισμένο, ατομικά συγκεκριμένο πράγμα είτε ένα πράγμα ορισμένο μόνο κατά γένος –οπότε την επιλογή έχει βασικά ο οφειλέτης– είτε ένα χρηματικό ποσό που συνομολογείται σε ημεδαπό ή σε αλλοδαπό νόμισμα. Σε περίπτωση ε. από αδίκημα, η παροχή γίνεται σε χρήμα, αλλά μπορεί το δικαστήριο να διατάξει αντί για χρηματική αποζημίωση την αποκατάσταση της προγενέστερης κατάστασης πραγμάτων, αν αυτό δεν ζημιώνει τον δανειστή. Σε περιπτώσεις διαλεκτικής ε., όταν δηλαδή πρέπει να εκπληρωθεί η μία από τις δύο ή περισσότερες παροχές, η επιλογή ανήκει, σε περίπτωση αμφιβολίας, στον οφειλέτη. Η εκπλήρωση της παροχής πρέπει να είναι ολική και μπορεί να γίνει και από τρίτο πρόσωπο, εκτός αν είναι αντίθετος ο οφειλέτης ή αν ο δανειστής έχει συμφέρον η εκπλήρωση να γίνει από τον οφειλέτη. Τόπος εκπλήρωσης της παροχής είναι ο τόπος κατοικίας του οφειλέτη (ή ο τόπος επαγγελματικής εγκατάστασής του για τις ε. που πηγάζουν από την επαγγελματική του δραστηριότητα)· για τις χρηματικές όμως παροχές, ο τόπος εκπλήρωσης καθορίζεται από την κατοικία ή την επαγγελματική εγκατάσταση του δανειστή. Ως προς τον χρόνο εκπλήρωσης, αν είναι αόριστος, η εκπλήρωση μπορεί να γίνει αμέσως, αν όμως είναι ορισμένος μπορεί να γίνει και νωρίτερα, με τον όρο της καταβολής του προεξοφλητικού τόκου, εκτός αν επιβάλλεται να γίνει το αντίθετο από τον νόμο ή από τη δικαιοπραξία, σύμφωνα με ορισμένες διατάξεις. Το φυσικό τέλος μιας ε., η απόσβεσή της, είναι η εκπλήρωση της παροχής από τον οφειλέτη. Εάν δεν εκπληρωθεί η παροχή λόγω αδυναμίας που οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο οφειλέτης δεν υπέχει ευθύνη, ο τελευταίος απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση. Στις άλλες περιπτώσεις που δεν γίνεται εκπλήρωση, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος αν έχει προηγηθεί δικαστική ή εξώδικη όχληση από τον δανειστή· η κυριότερη συνέπεια της υπερημερίας είναι ότι ο οφειλέτης βαρύνεται και με αποζημίωση εξαιτίας της καθυστέρησης. Υπερήμερος γίνεται και ο δανειστής αν δεν δεχτεί την «πραγματική και προσήκουσα» προσφορά του οφειλέτη· ο υπερήμερος δανειστής ευθύνεται για δόλο και βαριά αμέλεια και υποχρεώνεται να καταβάλει τις επιπλέον δαπάνες φύλαξης και συντήρησης της παροχής. Στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, το ένα από τα μέρη δικαιούται να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής ωσότου το άλλο μέρος εκπληρώσει την αντιπαροχή, εκτός αν συντρέχει περίπτωση μερικής εκπλήρωσης κατά τους όρους του Α.Κ. Ειδικές διατάξεις του A.K. ρυθμίζουν, εξάλλου, τις περιπτώσεις αδυναμίας της παροχής, της υπερημερίας κλπ., ενώ το άρθρο 388 προβλέπει τη δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης της παροχής σε περίπτωση «απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών». Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι ο A.K. επιτρέπει την αναγραφή, σε μια ενοχική σύμβαση, επιφύλαξης του δικαιώματος υπαναχώρησης· η άσκηση αυτού του δικαιώματος επιφέρει απόσβεση των ενοχικών υποχρεώσεων και έχει ως συνέπεια την επιστροφή των τυχόν γενομένων παροχών, σύμφωνα με τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις όπου η υπαναχώρηση αποκλείεται. Σύμφωνα με το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του A.K. οι ε. «εκ συμβάσεως» ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο οικειοθελώς υποβλήθηκαν οι συμβαλλόμενοι· αν δεν έγινε συμφωνία, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των συνθηκών που περιβάλλουν τη σύμβαση. Στις ε. από αδίκημα εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα.
* * *
η (Μ ἐνοχή) [ενέχω]
1. υπαιτιότητα, ευθύνη για αξιόποινη πράξη
2. παράπτωμα, σφάλμα
3. ανάληψη ευθύνης που απορρέει από κάποιο αξίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) η σχέση εξαιτίας τής οποίας υποχρεώνεται κάποιος «εις παροχήν», οι δεσμοί που δημιουργούνται μεταξύ δανειστή και οφειλέτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνοχή — liability fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοχή — η 1. το να είναι κάποιος ένοχος για αξιόποινη πράξη, η υπαιτιότητα, η ευθύνη. 2. (νομ.), η έννομη σχέση που συνδέει αυτόν που υποχρεώνεται σε κάποια παροχή προς εκείνον που έχει δικαίωμα σ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλέγγυα ενοχή — Νομικός όρος που δηλώνει την οφειλή ή απαίτηση δύο ή περισσότερων προσώπων, όχι σε ποσοστό (κατά τρόπο διαιρετό), αλλά στο ολόκληρο ο καθένας. Ο τρίτος (δανειστής) μπορεί να ζητήσει την οφειλή από όποιον θέλει, είναι όμως υποχρεωμένος να την… …   Dictionary of Greek

  • ἐνοχαῖς — ἐνοχή liability fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοχῆς — ἐνοχή liability fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοχήν — ἐνοχή liability fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοχῶν — ἐνοχή liability fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… …   Dictionary of Greek

  • ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …   Dictionary of Greek

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”